συνεπισημαίνω

συνεπισημαίνω
Α [ἐπισημαίνω]
1. επισημαίνω, φανερώνω μαζί με άλλον
2. μέσ. συνεπισημαίνομαι
α) ερμηνεύω επιπροσθέτως
β) επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”